- οπλομαχητικός
- -ή, -ό (Α ὁπλομαχητικός, -ή, -όν) [οπλομαχώ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οπλομαχία ή στον οπλομάχονεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η οπλομαχητική(ενν. τέχνη) η τέχνη τού χειρισμού τών αγχέμαχων όπλωναρχ.το θηλ. ως ουσ. η τέχνη τού χειρισμού τών όπλων.
Dictionary of Greek. 2013.